- ὀβολίσκος
- ὀβολ-ίσκος, ὁ, perh.A = ὀβελίσκος IV, PSI6.698.16 (iv A. D.).II part of a ship's tackle, PLond.3.1164hII (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οβολίσκος — ὀβολίσκος, ὁ (Α) 1. πιθ. οβελίσκος, οχετός για αποχέτευση υδάτων 2. μέρος τών ξαρτιών τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίσκος, με αφομοιωτική τροπή τού ε σε ο (πρβλ. οβελός: οβολός)] … Dictionary of Greek